μεταδιδασκω

μεταδιδασκω
    μεταδιδάσκω
    μετα-δῐδάσκω
    переучивать
    

μεταδιδαχθῆναι (в знач. med.) καὴ μεταμαθεῖν Plut. — переучиться и доучиться


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεταδιδασκω" в других словарях:

  • μεταδιδάσκω — (Α μεταδιδάσκω) διδάσκω κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί αρχ. 1. κάνω κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη διδασκαλία μου, προσηλυτίζω, μεταπείθω 2. παθ. μεταδιδάσκομαι α) μαθαίνω κάτι καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα πριν… …   Dictionary of Greek

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»